Athonite Vocabulary

From FrathWiki
Jump to: navigation, search
  • Athonite words pertinent to the MR.
    • These are words that I've needed (or just liked) as I have been putting together information about the MR.
    • Greek endings (or words) in parentheses.
    • The Greek medial sigma σ is not used; only the final form ς.
    • Double letters in Greek are made single in Athonite.
    • Words of Turkish origin in red.
    • Words of Arabic origin in green.

Animals

  • bird of prey - αρπατίκ πουλ (αρπατικό πουλί)
  • chicken - kotόπουλ(ο)
  • dog - ςκυλ(ος)
  • donkey ον(ος)
    • donkey driver- ονιλάτ (ονηλάτης)
  • donkey ον(ος)
  • eagle - αίτ (αητός)
    • eaglet - αιτόπουλ (αητόπουλο)
  • fish - ψαρ
  • goat - γίδα
    • goatherd - γιδάρ(ις)
  • golden eagle - χρυςαίτ (χρυςαήτος)
  • nanny (goat) - κατςίκ(α)

Buildings or Stores

  • aviary - πτινοπτροφί (πτηνοπτροφείο)
  • balcony - μπαλκόν(ι)
  • bank - τράπεζ(α)
  • bakery - φουρν(ος)
  • barber shop - κουρί (κουρείο)
  • basement - ιπόγι (υπόγειο)
  • bathroom - λουτρ(ό)
  • beacon - φαρ(ος)
  • bedroom - κρεναταρί
  • boarding house - πανςί(όν)
  • boat house - λεμβοςτάςι(ο)
  • book shop - βιβλιοπωλί (βιβλιοπωλείο)
  • brasserie - μπυραρί(α)
  • brewery - ζυθοπί(ζυθοποιία)
  • butcher shop - κρεοπωλί (κρεοπωλείο)
  • café - καφετέρι(α)
  • cellar - κελάρ(ι)
  • cellar - κελάρ(ι)
  • coffee shop - καφενί (καφενείο)
  • courtyard - αυλ(ή)
  • dining room - τραπεζαρί(α)
  • eyrie - αιτοφωλί (αητοφωλιά)
  • factory - εργοςτάςι (εργοςτάςιο)
  • farm - αγρόκτιμ (αγρόκτημα)
    • farmer - αγρότ(ης)
    • farmyard - περίπολ(ος) αγρόκτιμου (αγρόκτημου)
  • flea market - γιουςουρούμ
  • floor, ground - ιςόγι (ιςόγειο)
  • floor, upper - ανώγι (ανώγειο)
  • garage - γαράδζ
  • gate - αυλόπορτ(α)
  • greengrocer - μανάβικ(ο)
  • gymnasium - γυμναςτίρ (γυμναςτήριο)
  • hangar - υπόςτεγ(ο)
  • hostelry - ξενών(ας)
  • inn - χαν(ι)
  • kitchen - κουζίν(α)
  • landlord - νικοκύρ (νοικοκύρης)
  • lighthouse - φαρ(ος)
    • lighthouse keeper - φαροφύλακ(ος)
  • loo - τουαλέτ(α)
  • maternity ward - μευτίρι (μαιευτήριο)
  • marina - μαρίν(α)
  • museum - μουςί (μουσείο)
    • museum of antiquities - μουςί αρχιότιτων (μουσείο αρχιότητα)
  • operating room - χιρουρχί (χειρουρχείο)
  • orphanage - ορφανοτροφί (ορφανοτροφείο)
  • pre-natal clinic - κλινίκ για μέλους μίτερες (κλινική για μέλλουσες μήτερες)
  • restaurant - εςτιατόρι(ο)
  • school, primary - διμοτικό (δημοτικό)
  • school, secondary - γυμνάςι κε λίκι ()
  • shop - μαγάζ(ί)
    • shopkeeper - μαγαζάτορ(ας)
  • sports center - αθλιτίκ κέντρ (αθλητικό κέντρο)
  • station - ςταθ(ός)
    • station master - ςταθμάρχ(ης)
  • sweetshop - ζαχαροπλαςτί (ζαχαροπλαστείο)
  • swimming pool - πιςίν(α)
  • theater - θέατρ(ο)
  • tobacconist - καπνοπώλ(ης)
  • town hall - διμαρχί (δημαρχείο)
  • villa - βιλ(α)
  • water closet - απόπατ(ος)
  • windmill - ανεμόμιλ (ανεμόμηλος)

Food and Drink

  • alcoholic beverage - αλκολίκ ουχ (αλκοολικός ούχο)
  • banana - μουζ
  • brandy - μπράντι
  • chicken soup - κoτόςουπ(α)
  • flat bread - λαγάν(α)
  • lamb, roast - φιτ (φητό) αρν(ί)
  • mulberry - μουρ(ο)
  • olive - έλια
    • olive,ripe - θρουμπ(α)
    • olive grove - έλεών (έλαιώνας)
  • orange - πορτακάλ
    • orange juice - χυμ(ός) πορτακάλου
  • verjuice - χουςρούμ

Government

  • act - νομοχέδι(ο)
  • amendment - τροπολόγι(ία)
  • anniversary - επέτι (επέτειος)
  • budget - προϋπολογίςμ(ός)
  • census - απογράφ(η)
  • civil law - αςτίκ δικέ (αστικό δικαίο)
  • civil wedding - πολίτικ(ος) γαμ(ος)
  • council - συμβούλι δίμου (συμβούλιο δήμος)
    • councillor - διμότικ σύμβουλ (δημότικος σύμβουλος)
  • court - δικαςτίρι (δικαςτήρι)
    • court of appeal - εφετί (εφετείο)
    • court of first instance - προτ δικί (προτο δικείο)
  • customs - τελωνί (τελωνείο)
    • customs official - τελωνιάκ (τελωνείακός)
  • diplomat - διπλωμάτ(ης)
  • election - εκλόγ(ες)
  • gendarmery - χωροφυλάκ(ή)
  • identification card - ταυτίς(η)κάρτ(α)
  • Lord Chamberlain - αυλάρχ(ης)
  • Lord Chancellor - υπούργ(ος) δικεοςύνου (δικαιοςύνης)
  • mail - ταχυδρομί (ταχυδρομείο)
    • mailman - ταχυδρόμ(ος)
    • mail services - ταχυδρομίκ(ος) υπιρεςί (υπηρεσία)
    • mail wagon - ταχυδρομίκ άμαξ (ταχυδρομική άμαξα)
  • national defense
  • national holidays - εθνίκ(ές) εόρτ(ές)
  • natural reserve - εθνίκ(ό) παρκ(ο)
  • naturalization - πολιτογράφις (πολιτογράφηση)
  • passport - διαβατίρι (διαβατήριο)
  • port of entry -
  • Privy Council - ανακτοβούλι(ο)
    • Privy Councilor - ανακτοςύμβούλ(ος)
  • proof of purchase - απόδιξ αγορίς (απόδειξη αγοράς)
  • public census - διμός απογράφ (διμόσιος απογραφή)
  • registrar - λιξίαρχ (ληξίαρχης)
    • register - κατάλογ(ος)
    • register, public association - διμόςι(δημόσιος) ςύνδεςμ(ος)
    • register, voter - διμόςι(δημόσιος) ςύνδεςμ(ος)
    • registry - καταγράφ(ή)
  • self-rule - αυτόνομ(η) εξούςι(ία)
  • supreme court - ανώτατ(ο) δικαςτίρι (δικαστήριο)
  • tax - φορ(ος)
  • tax, income - ιςόδιμ (εισοδήμα)
  • tax, lodging - κατάλιμ (κατάλημα)
    • taxation - φορολόγι(ία)
    • tax official - έφορ(ος)
  • treaty - ςυνθίκ (συνθήκη)
  • VAT - φορ(ος) Προςτιθέμεν(ης) Αξίις(ας)

Military

  • barracks - κιςλ
  • brigade - τουγά
  • battalion - ταμπούρ
  • company - μπολούκ
  • cruiser - κρουβαςώρ
  • insignia - ιςαρέτ

People

  • admiral - αμιράλ
  • alderman - διμοτίκ (δημοτικός) ςύμβουλ(ος)
  • alien, resident - κάτικ (κάτοικος) αλοδάπ (αλλοδαπός)
  • ambassador - πρεςβ(ης)
  • archiater - αρχίατ(ρος)
  • attendant - ακόλουθ(ος)
  • bailiff - φρουρ(ός)
  • benefactor - ευεργίτ (ευεργήτης)
  • captain - γιουζμπάς
  • caretaker - θιρώρ(ος) επιςτάτις
  • cashier - ταμί(ας)
  • castellan - φρουράρχ(α)
  • citizen - πολίτ(ης)
  • city dweller - αςτ(ός)
  • colonel - άλμπα
  • columnist - αρθρογράφ(ος)
  • commandant - δικίτ (διοικητής)
  • constable - κοντοςταύλ(οσ)
  • corporal - ώνμπας
  • customer - μονοτέρ(ήσ)
  • diplomat - διπλωμάτ(ης)
  • editor - ςυντάκτ(ης)
  • fireman - πυροςβέςτ(ης)
    • fireboat - μπουρλότ(ο
    • fire brigade - πυροςβεςτίκ(ή) υπερεςί(α)
    • fire engine - μιχάν (μηχανή) πυροςβέςτου
    • fire marshal - αρχιπυροςβέςτ(ης)
  • fishmonger - ιςχυοπόλ(ης)
  • flight attendant - αεροςυνόδ(ός)
  • foreigner - ξεν(ος)
  • forester - δαςοφύλακ(ος)
  • guest master - αρχοντάρ(ι)
  • gymnast - γυμνάςτ(ής)
    • gymnastics - γυμναςτίκ(ή)
  • husband - εφέντ
  • judge - δικάςτ(ής)
  • landlord - νικοκύρ (νοικοκύρης)
  • lieutenant - τεγμέν
  • life guard - ναυαγοςώςτ(ης)
  • mayor - δίμαρχ (δήμαρχος)
  • midwife - μαμ(ή)
  • miller - μυλών(άς)
  • Mr. - Κυρ(ιος)
  • Mrs. - Κύρι(α)
  • non-commissioned officer - υπαξιωματίκ(ός)
  • nurse - βάγια
  • obstetrician - μευτίκ (μαιευτική)
  • optician - οπτίκ(ός)
  • passenger - επιβάτ(ης)
  • pediatrician - πεδίατρ(ος)
  • pharmacist - φαρμακοπί (φαρμακοποιός)
    • pharmacy - φαρμακί (φαρμακείο)
  • physiotherapy - φυςιοθεραπί (φυσιοθεραπείο)
  • pilgrim - προςκυνίτ (προσκυνητής)
    • pilgrimage - προςκύνιμ (προσκύνημα)
  • pilot - πιλότ(ος)
  • policeman - αςτυνόμ(ος)
    • policewoman - αςτυνομικίν(α)
    • police station - αςτυνομίκ(ό) τμιμ (τμήμα)
  • refugee - πρόςφυγ(ας)
  • reporter - διμοςιογράφ(δημοσιογράφος)
    • news reporter - ρεπόρτερ
  • representative - αντιπρόςωπ(ος)
  • resident - κάτικ (κάτοικος)
  • seneschal - λογοθέτ(ης)
  • sentry - καραούλ(ι)
  • sergeant - τςάβους
  • shepherd - βοςκ(ός)
  • shoemaker - τςαγκάρ(ης)
  • surgeon - χιρούργ (χειρουργός)
    • surgery - ιατρί (ιατρείο)
  • squadron commander - μίραρχ (μοίραρχος)
  • tailor - ραπτ(ης)
  • tourist - τουριςτίκ(ός)
  • townsman - αςτ(ός)
  • tradesman - τεχνίτ(ης)
  • treasurer - ταμί(ας)
  • waiter, waitress - ςερβιτόρ(ος)
  • wife - χάνιμ

Religion

  • abbey - μοναςτίρι (μοναστήριο)
  • chapel - εξωκλίς (εξωκλήσι)
  • Christmas - Χριςτούγεν (Χριςτούγγενα)
    • Merry Christmas καλ(α) Χριςτούγεν (Χριςτούγγενα)
  • parish - ενορί(α)
  • religious education - θρικευτίκ (θρηκευτικά)
  • wooden "bell" - ςίμαντρο (σήμαντρο)

Transportation (Μεταφόρ[ά])

  • airplane - ταιάρ
  • ambulance - νοςοκομιάκ (νοσοκομειακό)
  • avenue - λεωφόρ(ος)
  • bicycle - ποδίλατ (ποδήλατο)
  • boat, sailing - ιςτιοπλοίκ (ιστιοπλοϊκό)
  • buggy - αμαξάκ(ι)
  • bus - λεωφορί (λεωφορείo)
    • bus stop - ςτας(η) λεωφορίου (λεωφορείoυ)
    • bus conductor- ιςπράκτορ (εισπράκτορας)
  • cable car - τελεφερίκ(ό)
  • canal - διώρυγ(α)
    • Xerxes canal - διώρυγ Ξέρξου (διώρυγα Ξέρξου)
  • carriage - βαγόν(ι)
  • cart - κουβάλ(ά)
  • dock - λάπαθ(ο)
  • hearse - νεκροφόρ(α)
  • helicopter - ελικόπτερ(ο)
  • hearse - νεκροφόρ(α)
  • highway - εθνικόδ (εθνική οδός)
  • hovercraft - χοβερκραφτ
  • lane - λωρίδ(α)
  • lane - λωρίδ(α)
  • pathway - μονοπάτι(α)
  • road - δρομ(ος)
  • runway - πιςτ
  • taxi - ταξί
    • taxi driver - ταξίτς (ταξιτζής)
  • tunnel - ςίραγγ (σήραγγα)
    • tunnel - ςίραγγ (σήραγγα)

Other

  • Athens - κλινάςτ (κλεινό άστυ)
  • banner - λάβαρ(ο)
  • battery - μπατάρ
  • bay - κολπ (κόλπος)
  • beach - αμουδί (αμμουδία)
  • beret - μπερέ(ς)
  • border planting - μεθόρ(ιος) φύτεμ(α)
  • bowling - μπόουλινγκ
  • canyon - φαράγγ(ι)
  • carnival - καρναβάλ(ι)
  • café - καφετέρι(α)
  • certificate of merit - εύριμ (εύρημα)
  • chronicle - χρονίκ(ό)
  • coat of arms - ικόςιμ (οικόσημος)
  • firearms - πυροβόλ(ο) όπλ(ο)
  • fishing boat - ψαρόβαρκ(α)
  • flag - μπαϊράκ
    • flag code - κώδικ(ας)
  • golden eagle protection - χρυςαέτ(ος) προςτάς(ία)</font)
  • gratuity - χρυςαέτ(ος) προςτάς(ία)</font)
  • grocery - μπακάλικ(ο)
  • guidebook - οδίγ (οδιγός)
  • holiday resort - θέρετρ(ο)
  • independence - ανεξαρτιςί(α)
    • Independence Day - ιμέρ (ημέρα) ανεξαρτιςίου
  • loom - αργαλί (αργαλείος)
  • loom - αργαλί (αργαλείος)
  • menu - τιμοκατάλογ(ος)
  • national emblems - εθνίκ(ός) ςύμβολ(ο)
  • newspaper - εφιμερίδ (εφημερίδα)
  • nursery school - νιπιογωγί (νιπειογωγείο)
  • Order of Merit of the Garden of the All-holy - Τάγμ' Ευπιίs Κίπου Παναγίις (Τάγμα Ευποιίas του Κήπου της Παναγίας)
  • orchard - περιβόλ(ι)
  • out-patient department - εξοτερερίκ(ά) ιατρία (ιατρεία)
  • penalties - πιν (ποινή)
  • playing field - ίπεδ(ο)
  • postage stamp - ταχυδρομίκ(ή) ςφραγίδ(α)
  • power cable - καλώδι ελεκτρικού ρεύματου (καλώδιο ελεκτρικού ρεύματος)
  • reconstruction - αναςυγκρότις (αναςυγκρότηση)
  • real estate - ακίνότ(ος) περιουςί(α)
  • rifle - τουφέκ
  • village - χώρι(ο)
  • village, large - κεφαλοχώρι(ο)
  • vineyard - αμπέλ(ι)
  • viticulture - αμπελοκομί(α)
  • volley ball - βόλεϊ
  • wildlife sanctuary - άγρι(α) ζω(α) καταφύγ(ιο)
  • wild olive - κότιν(ος)